- ωκυσκοπος
- ὠκυσκόποςὠκυ-σκόπος2зоркий или меткий
(Ἀπόλλων Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀπόλλων Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ωκύσκοπος — και ὠκυσκόπος, ον, Α αυτός που εξετάζει κάτι με οξύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. πολύ σκοπος] … Dictionary of Greek
ὠκύσκοπον — ὠκύσκοπος quick aiming masc/fem acc sg ὠκύσκοπος quick aiming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek